- θυτείον
- θυτεῑον, τὸ (Α)ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ- (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος]) + κατάλ. -είον (πρβλ. αστεροσκοπ-είον, ιερ-είον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυτεῖον — place for sacrificing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)